- παριτέ
- παριτόςaccessiblemasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παριτέ — η άκλ. διεθνής όρος που χρησιμοποιείται για νομίσματα ή χρηματιστηριακές αξίες και σημαίνει την εμπορική ή ανταλλακτική ισοτιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parite (< λατ. par, paris «ίσος»), πρβλ. πάρι] … Dictionary of Greek
πάριτε — πάρειμι 2 ibo pres imperat act 2nd pl πάρειμι 2 ibo pres ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάριθ' — πάριτε , πάρειμι 2 ibo pres imperat act 2nd pl πάριτε , πάρειμι 2 ibo pres ind act 2nd pl πάριθι , πάρειμι 2 ibo pres imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάριτ' — πάριτε , πάρειμι 2 ibo pres imperat act 2nd pl πάριτε , πάρειμι 2 ibo pres ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)